σταθεροποιητής

σταθεροποιητής
istikrar sağlayıcı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταθεροποιητής — ο, Ν 1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο 2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής… …   Dictionary of Greek

  • ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποιητικός — ή, ό, Ν [σταθεροποιητής] 1. αυτός που συμβάλλει στην επίτευξη σταθερότητας (α. «σταθεροποιητικά μέτρα για την οικονομία» β. «σταθεροποιητικός ο ρόλος τής χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή μας») 2. το ουδ. ως ουσ. το σταθεροποιητικό αστρον. ουσία η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”